- απορρυτος
- ἀπόρρυτοςἀπό-ρρῠτος21) текущий
(κρήνη Hes.)
2) имеющий сток(σταθμά Xen.)
3) имеющий отток(σῶμα Plat.; ἥ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κρήνη Hes.)
(σταθμά Xen.)
(σῶμα Plat.; ἥ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόρρυτος — ἀπόρρυτος, ον (Α) [απορρέω] 1. αυτός που απορρέει 2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή 3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος … Dictionary of Greek
ἀπόρρυτος — running masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτως — ἀπόρρυτος running adverbial ἀπόρρυτος running masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτον — ἀπόρρυτος running masc/fem acc sg ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτοιο — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτου — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρύτῳ — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτα — ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρυτοι — ἀπόρρυτος running masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… … Dictionary of Greek