απορρυτος

απορρυτος
    ἀπόρρυτος
    ἀπό-ρρῠτος
    2
    1) текущий
    

(κρήνη Hes.)

    2) имеющий сток
    

(σταθμά Xen.)

    3) имеющий отток
    

(σῶμα Plat.; ἥ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απορρυτος" в других словарях:

  • απόρρυτος — ἀπόρρυτος, ον (Α) [απορρέω] 1. αυτός που απορρέει 2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή 3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • ἀπόρρυτος — running masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτως — ἀπόρρυτος running adverbial ἀπόρρυτος running masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτον — ἀπόρρυτος running masc/fem acc sg ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτοιο — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτου — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρύτῳ — ἀπόρρυτος running masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτα — ἀπόρρυτος running neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρυτοι — ἀπόρρυτος running masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρυτος — ἐπίρρυτος, ον (Α) [επιρρέω] 1. (για νερό) τρεχούμενο («ἐν τοῑς ἐπιρρύτοις καὶ ὀχετευομένοις [ὕδασι]», Θεόφρ.) 2. (ειδ.) (για τροφές) αυτός που χύνεται στο σώμα 3. αυτός που προέρχεται, που πηγάζει από κάπου 4. άφθονος («καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»